Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα, κλαρίνο, ή άλλα όργανα.
Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι Λα Ρε Σολ (κρητικό λαούτο) και Λα Ρε Σολ Ντο (στεριανό και νησιώτικο λαούτο), από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεριανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρ’όλα αυτά οι σολιστικές δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική.
Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου συνοδεύει κυρίως την λύρα, καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.
Η οικογένεια του λαούτου είναι πολύτεκνη, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο), το μπονγκ και το αφρικανικό φλάουτο.
Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Ανήκει στα ελληνικά ποιμενικά όργανα, μαζί με το σουραύλι, τη μαντούρα και το θιαμπόλι. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, καθώς και ανοικτό και στα δύο του άκρα. Το ένα άκρο (κεφαλή) είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης και παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει έξι ευθυγραμμισμένες οπές σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει και οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 80 περίπου εκατοστά. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή μουσική.
Στην Ελλάδα η φλογέρα κάποιες φορές συγχέεται λανθασμένα με το φλάουτο με ράμφος, το οποίο όμως φέρει επιστόμιο καθώς και επτά συν μία (στο άνω πίσω μέρος) οπές οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της χρωματικής κλίμακας και είναι από τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή στην εκπαίδευση της μουσικής στα δημόσια σχολεία.
Η ιστορική προέλευση του «Σάζι» (Σαζιού) πιθανολογείται ότι συνδέεται με την αρχαία Πανδουρίδα. Μάλιστα ένα αντίστοιχο μουσικό όργανο αναφέρεται στη σχολή του Πυθαγόρα, ενώ καταγράφεται στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με ενδείξεις από ανάγλυφο της Μαντινείας. Η ονομασία «Σάζι» (saz) είναι μάλλον τουρκική. Τα όργανα τύπου saz έχουν ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα: μακρύ λαιμό, τρεις ατσάλινες χορδές, μετακινούμενοι μπερντέδες (χωρίσματα που προσδιορίζουν ημιτόνια ή μόρια), παλιότερα από έντερο και στη σύγχρονη εποχή από πλαστικό και αμυγδαλωτό σχήμα σκάφους. Τα συγκεκριμένα γνωρίσματα οριοθετούν μία μεγάλη οικογένεια οργάνων, η οποία περιλαμβάνει όλα τα είδη Λαούτου με μακρύ λαιμό. Κατά το πέρασμα των χρόνων τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού μεταλλάχθηκαν, ενώ σημαντική αλλαγή αποτελεί το γεγονός ότι οι παλιές «καμπύλες» τείνουν σε μια πιο επίπεδη μορφή. Πιθανολογείται ότι η χρήση του διαδόθηκε μεταξύ των Αράβων υπό την επίδραση της βυζαντινής μουσικής κουλτούρας, ενώ, στη συνέχεια, ενσωματώθηκε στην οθωμανική μουσική κουλτούρα.
Τα ζίλ(λ)ια ή ζήλια είναι ιδιόφωνα κρουστά όργανα δακτύλων.
Πρόκειται για σιδερένια ή ξύλινα μικρά κύμβαλα που ηχούν όταν, στερεωμένα στα δάκτυλα, κρούονται μεταξύ τους. Συνοδεύουν νησιώτικους και μικρασιατικούς χορούς και κάλαντα. Τα ζίλια ειναι μεταλλικά κύμβαλα διαστάσεων 6-8 εκ.
Η τωρινή ονομασία τους παράγεται από το τουρκικό zil (κύμβαλο) και είναι πιθανόν περσικής καταγωγής. Στα αραβικά καλούνται sājāt. Ονομάζονται επίσης και “τσίγκλες” ή “σαχάνια ή “σαχανάκια” (επίσης, “παφίλια”, “πούλια”, “τροχίσκοι”, “καστανιέτες”, κ.λπ.) και ανήκουν στα όργανα που κατά τη βυζαντινή εποχή απορρίπτονταν από τους Πατέρες της Εκκλησίας (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Γρηγόριος ο Νύσσης κ.ά.). Παρ’ όλα αυτά, έχουν την τιμητική τους στη βυζαντινή εικονογραφία (ιδιαίτερα στις Μονές του Αγίου Όρους).
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριον μέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ (βλ. και ψαλτήρι). Καθοριστικό ρόλο για την καθιέρωσή του έπαιξαν οι κομπανίες από Μικρασιάτες μουσικούς που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στην Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο Ελάτης .Έχει επένδυση από Σφενδάμι ή Οξυά. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα περίπου 100-105 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις,τέσσερις ή πέντε για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 41 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, “χορδίζονται” με ειδικά μεταλλικά κλειδιά που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ξύλινα ραβδία, που λέγονται μπαγκέτες.
Το τύμπανο (αρχ.ελλην. τύμπανον) είναι ένας χαρακτηρισμός που διακρίνει ορισμένα κρουστά μουσικά όργανα, και συγκεκριμένα αυτά που φέρουν ελαστική μεμβράνη (ή κεφαλή), τεντωμένη στο άνοιγμα ενός κοίλου σώματος (το αντηχείο). Όπως μαρτυρά η κατηγορία στην οποία ανήκει, το τύμπανο παράγει ήχο κυρίως μέσω της κρούσης.
Στην ελληνική αρχαιότητα ως τύμπανον ήταν γνωστό κρουστό όργανο των χεριών, παραπλήσιο σε μέγεθος με το σημερινό ταμπούρλο (μεγαλύτερο όμως απ’το ντέφι).
Ανάλογα με τον τύπο του οργάνου και την επιλογή τεχνικής, παίζεται με διάφορους τρόπους: το αφρικάνικο ντζέμπε παίζεται με τα χέρια, τα ινδικά τάμπλα παίζονται με τα δάχτυλα, ενώ στην περίπτωση του ταμπούρου, ο τυμπανιστής χρησιμοποιεί κρούστες (ή μπακέτες).
Το τουμπελέκι (τουρκ. dümbelek) είναι ένα ελληνικό κρουστό όργανο χωρίς λαβή, γνωστό από την αρχαιότητα, που το συναντούμε συχνά στην ελληνική παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα, στάμνα, ντουμπελέκι, ταμπουλέκκι στην Κύπρο, τσιμπουρλέκι ή τουμπερλέκι.
Το τουμπελέκι είναι μια μικρογραφία τυμπάνου. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Η βάση του δεν είναι πήλινη σαν της ταραμπούκας, αλλά συνήθως από μέταλλο. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι “μαρκάρει” τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα.
Τα κρουστά είναι μεγάλη οικογένεια μουσικών οργάνων. Ονομάζονται καθ’ αυτόν τον τρόπο επειδή η μέθοδος διέγερσης αυτών των οργάνων είναι η κρούση: ο παραγόμενος ήχος προκαλείται χτυπώντας το όργανο (ή μέρος αυτού) με κάποιο ειδικό εξάρτημα (λ.χ., μπαγκέτα) ή με τα χέρια. Τα κρουστά όργανα ταξινομούνται σε δύο κύριες υποκατηγορίες, τα μεμβρανόφωνα και τα ιδιόφωνα: τα μεν αποτελούνται από ένα συνήθως κυλινδρικό σώμα που φέρει τεντωμένη μεμβράνη στα ανοίγματά του· τα δε κρούονται καθ’ ολοκληρίαν (δηλαδή, κτυπώντας οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους). Στα μεμβρανόφωνα περιλαμβάνονται τα τυμπάνια, το νταούλι, το ταμπούρο και άλλα· στα ιδιόφωνα κρουστά εντάσσονται τα κύμβαλα (ή πιατίνια), το ξυλόφωνο, οι καστανιέτες, το ντέφι και άλλα. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα σύνολο τυμπάνων (γνωστό στην ελληνική ως τύμπανα ή και ντραμς) αποτελείται από μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα κρουστά.
Το μαντολίνο είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Δημιουργήθηκε λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Είναι η τελειοποίηση της “μάντολα” (Mandola ή Mantola), ενός οργάνου που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα, μιας και το όνομά του βεβαιώνεται με μαρτυρίες από το 1210. Είναι βέβαιο ότι πολύ λίγα από τα σημερινά όργανα μουσικής μπορούν να «καυχηθούν» για μια τόσο παλαιά προέλευση. Στη βόρεια Ιταλία τον 17ο αιώνα ξεκίνησε να φτιάχνεται μια μικρότερη μάντολα με λιγότερες χορδές. Το νέο αυτό όργανο ονομαζόταν «μαντολίνο» που στην πραγματικότητα σημαίνει «μικρή μάντολα». Η λανθασμένη αυτή σκέψη αποκαταστάθηκε από τον ερευνητή της ιστορίας του οργάνου Κonrad Wölki και το Μιλανέζικο μαντολίνο ήταν αυτό που αναπτύχθηκε άμεσα από την μάντολα, ενώ το Ναπολιτάνικο μαντολίνο υιοθέτησε μόνο το όνομά του.
Η θρακική λύρα παιζόταν σε ολόκληρη την πάλαι ποτέ ενιαία Θράκη από όλες σχεδόν τις εθνότητες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μάλιστα, μαζί με την γκάιντα αποτελούσαν την παλαιά θρακική ζυγιά. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη στις περιοχές των Σαράντα Εκκλησιών, της Αδριανούπολης, της Μακράς Γέφυρας, στο βιλαέτι Διδυμοτείχου (και γενικότερα στην κοιλάδα του Ερυθροποτάμου), καθώς και στις περιοχές της Μπάνας και της Στράντζας, βόρεια του Μικρού Αίμου, στην άλλοτε Ελληνική Ημιαυτόνομη Τοπαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Βάσει λοιπόν γεωγραφικών κριτηρίων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τρεις σχολές λύρας, με ελάχιστες διαφορές στον τρόπο παιξίματος· τη σχολή του Έβρου, τη σαμμακοβλίδικη και, φυσικά, τη –γνωστότερη από τις τρεις– κωστελίδικη σχολή των αναστεναρίων.
Η ιστορία[1] της λατέρνας είναι πολύ μεγάλη, διότι είναι απόγονος των αυτόματων οργάνων τα οποία συναντούμε ακόμη και στην Αρχαιότητα. Μέχρι τον Μεσαίωνα τα εν λόγω όργανα προορίζονταν κυρίως για τη διασκέδαση της άρχουσας τάξης. Στην Αναγέννηση άρχισαν να κατασκευάζονται σε γοργούς ρυθμούς ενώ στα χρόνια των Ναπολεόντειων Πολέμων άρχισαν να παίρνουν την τελική μορφή τους. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ολόκληρο τον 20ό η λατέρνα μεσουρανούσε στα λαϊκά στρώματα και προοριζόταν αποκλειστικά για τη διασκέδασή τους. Ειδικά στον τελευταίο έφτασε στο απόγειο της με πάνω από 10.000 όργανα να βρίσκονται σε κυκλοφορία.
Το 1855 στην Κωνσταντινούπολη οι Τουρκόνι, Καρμέλλο και Αρμάο, ξεκίνησαν να οργανώνουν την παραγωγή της λατέρνας και να συνθέτουν και να γράφουν την μουσική της. Οι πρώτες λατέρνες που κυκλοφόρησαν ήταν από 33 έως 42 «πλήκτρα». Στην συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο ομάδες οι οργανοποιοί, που κατασκεύαζαν το όργανο, και οι «σταμπαδόροι», που έκαναν τα τραγούδια.
Η Κρητική λύρα είναι ξύλινο χορδόφωνο (έγχορδο μουσικό όργανο). Έχει συνήθως τρεις χορδές, σε νότες Σολ-Ρε-Λα και παίζεται τρίβοντας ένα δοξάρι στις χορδές της. Κατέχει κεντρική θέση στην παραδοσιακή μουσική της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Ήταν γνωστή για πρώτη φορά στην Βυζαντινή Κρήτη, με κάποιες περαιτέρω τροποποιήσεις που σημειώθηκαν τον 20ο αιώνα για να δώσει στο όργανο έναν πιο ισχυρό ήχο και προβολή. Θεωρείται η πλέον δημοφιλής παραλλαγή της βυζαντινής λύρας που χρησιμοποιείται σήμερα. Τα μέρη μιας Κρητικής λύρας είναι συνήθως κατασκευασμένα από διαφορετικούς τύπους ξύλου. Οι χορδές είναι από έντερο ή μέταλλο.
Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.
Από τον αρχαιοελληνικό προπομπό του, τον αυλό, μέχρι το σημερινό κλαρίνο οι ομοιότητές παραμένουν σχεδόν ίδιες ως προς την τεχνική εκτέλεσης και την κατασκευή. Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική. Είναι πολύ διαδεδομένο σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς. Είναι πιθανό να προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του ελληνικού και τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης.